- παλληκάρι
- Oρεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ραφταναίων.
* * *και παληκάρι και παλικάρι, το (Μ παλληκάριον και παλλικάριον)γενναίος, τολμηρός, υπερήφανος και μαχητικός άνδρας, λεβέντηςνεοελλ.1. νέος άνδρας, σφριγηλός νέος μεταξύ τής εφηβικής και τής ανδρικής ηλικίας («ήταν μαζεμένα όλα τα παληκάρια τού χωριού»)2. άγαμος, ανύπανδρος3. (σε αντιδιαστολή με το κορίτσι) αρσενικό τέκνο4. (επί τουρκοκρατίας) κλέφτης ή αρματολός, μέλος ομάδας πολεμιστών με οπλαρχηγό5. μέλος ληστρικής συμμορίας («τα παληκάρια τού Νταβέλη»)6. φρ. α) «παληκάρι τής φακής» — λέγεται ειρωνικά για θρασύδειλα άτομα που επιδεικνύουν ανύπαρκτη γενναιότητα και γελοιοποιούνταιβ) «το καλό το παληκάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι» — λέγεται για τα άτομα που υπερνικούν τα αδιέξοδα, τις αντιξοότητες και τα εμπόδια με επιδεξιότητα και τέχνημσν.1. πεζός ακόλουθος έφιππου πολεμιστή2. πολεμιστής3. στον πληθ. τὰ παλληκάριαοι πάλλικες*.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παλληκάριον «πολεμιστής», υποκορ. τού αρχ. πάλληξ* «παιδί». Η γρφ. παληκάρι οφείλεται σε απλοποίηση τών δύο -λλ- σε ένα (βλ. λ. παλλακή), ενώ η γρφ. παλικάρι αφ' ενός σε απλοποίηση τών -λλ- και αφ' ετέρου σε προτίμηση τού -ι-, που μαρτυρείται και σε αρχ. πάπυρο].
Dictionary of Greek. 2013.